ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΥΜΑΧΙΑΣ (5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1824)

 

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΥ

 

ΣΑΜΟΣ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2002

     -Σεβασμιώτατε οἰακοστρόφε τῆς πνευματικῆς νηός τῆς κατά Σάμον καί Ἰκαρίας
Ἐκκλησίας,

     -σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί συμπρεσβύτεροι,

     -ἀξιότιμοι ἄρχοντες καί ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν, δικαστικῶν,
ἀστυνομικῶν καί λοιπῶν ἀρχῶν τοῦ τόπου μας,

     -ἐκλεκτέ λαέ τοῦ Θεοῦ,

     Ἐν συντόνω προσευχῆ καί νηστεία διαπλέοντες σύν Θεῶ καί ἐφέτος τό πνευματικό πέλαγος τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ἐφθάσαμεν καί εἰς τήν σημερινήν ἑόρτιον ἡμέραν κατά τήν ὁποία ἡ ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζει καί εὐφροσύνως πανηγυρίζει, ἡ δέ νῆσος ἡμῶν τά νικητήρια καί τήν ὀφειλομένην εὐχαριστίαν ἀναπέμπει εἰς τόν ἐν τῶ ὄρει Θαβώρ μεταμορφωθέντα Κύριον ἐνθυμουμένη τήν διάσωσίν της ἀπό τῆς τουρκικῆς ἐπιβουλῆς κατά τήν 5ην Αυγούστου τοῦ ἔτους 1824.

     Ἐν μέσω δέ τῆς ἱερᾶς ταύτης συναθροίσεως εὐρισκόμενοι ἐπιθυμοῦμε νά κλίνουμε γόνυ λατρευτικῆς προσκυνήσεως ἐνώπιον τοῦ ἀθορύβου μεγαλεῖου τῆς δόξης τοῦ Θεανθρώπου καί νά καταθέσουμε σεβασμό καί τιμή, σπονδή ἀναγνώρισης καί εὐγνωμοσύνης, στή σιωπηλή ἀρετή, στήν εὐψυχία καί στήν ἀνυστερόβουλη θυσία τῶν Σαμίων ἀγωνιστῶν καί ἡρώων.

     Πρώτη αἰτία καί ἀφορμή τῆς χαρᾶς τοῦ σημερινοῦ πανηγυρικοῦ ἑορτασμοῦ εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Εἶναι ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία στό ὄρος Θαβώρ ἄστραψε “ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης” καί ἀπεκαλύφθη τό Μυστήριον τῆς θεανδρικότητος τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ ἀλλά καί ἐφανερώθη τό δεύτερον ἡ τῆς Τριάδος προσκύνησις.

     Πορευόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον Πάθος καί θέλοντας νά ἐνισχύσει καί νά στηρίξει τούς μαθητές του, παραλαμβάνει τούς προκρίτους τῶν μαθητῶν, τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη εἰς ὅρος ὑψηλόν καί ἀποκαλύπτει τό ἄρρητο μεγαλεῖο τῆς Θεότητός Του. “Καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς”, σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Ἡ Μεταμόρφωση δέν συνιστᾶ γιά τόν Θεάνθρωπο ἀλλαγή ἤ ἀλλοίωση. Γιατί ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ “δόξα τοῦ σώματος λέγεται”. Δηλαδή οὐδέποτε τό ἅγιο Σῶμα του ὑπῆρξε ἀμέτοχο τῆς θείας δόξας. Ἀπό τή στιγμή τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ “τήν δόξαν τῆς ἀοράτου θεότητος πεπλούτηκε”. Ὅμως ἐνῶ τό σῶμα Του ἦταν ὁρατό, ἡ δόξα τοῦ σώματός Του ἦταν ἀφανής, “τοῖς μή χωροῦσι καί ἀγγέλοις ἀθέατα ἀοράτως ἐχρημάτιζε”. Τήν ὥρα τῆς Μεταμορφώσεως ὁ Κύριος δέν προσλαμβάνει κάτι πού δέν εἶχε, ἀλλά φανερώνει στούς μαθητές Του αὐτό ἀκριβῶς πού ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί δίνοντάς τους τή δυνατότητα νά βλέπουν τήν ἄκτιστη δόξα του. Στό Θαβώρ ἔχουμε καί μεταμόρφωση τῶν Μαθητῶν. Οἱ μαθητές ἀξιώθηκαν νά δοῦν τή θεουργία τῆς ἀνθρωπίνης φύσης τοῦ Χριστοῦ, ἀκριβῶς γιατί μετεμορφώθηκαν αὐτοί οἱ ἴδιοι. “Ἐνηλλάγησαν οὖν καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον”, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ μεταμόρφωση τῶν μαθητῶν ἔγινε σέ ὅλη τήν ψυχοσωματική τους ὕπαρξη. Οἱ μαθητές δέν εἶδαν τό θεῖο φῶς μόνο μέ τό νοῦ τους, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί μέ αὐτές τίς σωματικές τους αἰσθήσεις, οἱ ὁποίες προηγουμένως δυναμώθηκαν ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί μεταμορφώθηκαν γιά νά τό δοῦν.

     Οἱ θεολογικές καί σωτηριολογικές προεκτάσεις τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι σημαντικές. Στό Θαβώρ ἔχουμε τήν ἀποκάλυψη τῆς Θεότητος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι ἕνας ἠθικολόγος διδάσκαλος, ἕνας ὀξύνους φιλόσοφος, κάποιος ἰδεαλιστής ἤ κοινωνικός ἀναμορφωτής ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός πάσης κτίσεως ὁρατῆς τε καί ἀοράτου, ὁ ὁποῖος ἐνσαρκώθηκε γιά νά ἐλευθερώσει ὁλόκληρη τήν δημιουργία ἀπό τήν φθορά, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Ὁ δοξασμός καί ὁ φωτισμός τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Θεανθρώπου καί ἡ λάμψη τῶν ἰματίων του προαναγγέλει τήν σωτηρία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία καραδοκεῖ μέ ἀγωνία τό σωτήριο κάλεσμα τοῦ Θεοῦ καί δέχεται σκιρτῶσα τόν ἁγιασμό τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς θεϊκῆς χάριτος. Ἡ μεταμόρφωση καί ἡ ἐναλλαγή τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως τῶν τριῶν μαθητῶν φανερώνει καί τόν δοξασμό τῆς δικῆς μας χοϊκῆς φύσεως. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ὁρίζει σωτηριολογικά τήν “ἐν Χριστῶ” μεταστοιχείωση καί τῆς δικῆς μας φύσεως. Ἡ πίστη λοιπόν πρός τόν Θεό εἶναι μετοχή τοῦ πιστεύοντος σ’ αὐτό τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως καί πορεία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης πρός τήν κατά χάριν θέωση.

     Στήν σημερινή ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ κόσμος ἀρνεῖται αὐτήν τήν θεϊκή μεταμόρφωση, ὁ πολιτισμός μας καί ἡ ζωή μας παραμορφώνεται ὀντολογικά. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν ἀπαράκλητοι καί ἀπογοητευμένοι. Ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς γίνεται ὁλοένα καί ταχύτερος. Πνιγόμαστε στήν ἀγωνία καί στό ἄγχος τῶν ἐγωιστικῶν θεηλημάτων μας καί τοῦ ἁμαρτωλοῦ τρόπου ζωῆς μας. Ἡ ἀνθρωπότητα φοβᾶται νά σταματήσει, φοβᾶται νά στοχασθεῖ καί μέ τόν ἔξαλλο ρυθμό τῆς καθημερινότητας, μέ τήν αὐτοθέωση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος προσπαθεῖ νά ἐξορκίσει τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο ἔχει περιέλθει. Αὐτός ὁ παραμορφωμένος, θά τολμοῦσα νά πῶ ὁ δαιμονιώδης, τρόπος ζωῆς προσπαθεῖ νά χτυπήσει καί τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας. Θέλει νά τήν ἀφοπλίσει, νά φιμώσει τή φωνή της, νά τήν μεταβάλλει σέ ἕνα ἐξάρτημα τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς, ἕνα ἀπολίθωμα, ἕνα ὅμορφο ἔθιμο. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι καί παραμένει ἡ μοναδική ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Γιατί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος αὐτός ὁ ὁποῖος ἔδωσε ὑπόσταση στήν ζωή, στήν ἀλήθεια, στήν ἀγάπη καί στήν ἐλευθερία· ὁ φιλόστοργος πατέρας, πού μέ τήν ἀγάπη τῆς σταυρικῆς του θυσίας θεραπεύει τόν ἄνθρωπο καί καθαίρει καί ἁγιάζει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Θεός προσφέρει στόν καθένα μας ἀπλόχερα· γιά νά λάβουμε ὅμως τίς δωρεές του πρέπει κι ἐμεῖς νά ἑτοιμάσουμε τόν ἑαυτό μας “πρός θείαν ἀνάβασιν”.

     Αὐτή ἡ ἀνοδική πορεία καταδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει χώρα σέ ὅρος ὑψηλό. Τό ὄρος εἶναι σύμβολο ὅτι ὅποιος θέλει νά γίνει μέτοχος τῶν θείων μυστηρίων, εἶναι ἀνάγκη νά ἀφήσει τά χαμηλά καί νά ὑψωθεῖ στό ὄρος τῆς ἁγιότητος. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τονίζει: “οἱ τῶ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καί τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται”. Ἐκεῖνοι δηλαδή πού διέπρεψαν, φθάνοντας στίς ὑψηλές κορυφές τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, αὐτοί καί θά ἀξιωθοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς θείας δόξης. Ἡ καρδιακή καί πνευματική αὐτή ἀνάβαση εἶναι οὐσιαστικά κάλεσμα πρός μία πραγματική ἐλευθερία. Ἡ ἐν Χριστῶ ζωή μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά γήινα καί φθαρτά, ἀπό τά παροδικά καί μάταια, ἀπό τήν ἕλξη τῆς ἁμαρτίας καί τήν κυριαρχία τῶν παθῶν. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Καί ἀπόδειξη τούτου εἶναι ὅτι ἐπάνω στό ὅρος ὁ Κύριος συνομιλεῖ μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἡλία. Ὁ Θεός δέν εἶναι Θεός νεκρῶν ἀλλά ζώντων, γιατί αὐτός εἶναι ἡ αὐτοζωή καί ὁ χορηγός τῆς ζωῆς. Ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν οἱ ὁποῖοι βλέποντες τόν Κύριο δέν ξενίζονται ἀλλά τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Κύριο καί Θεό τους ἀποδεικνύει καί σέ ἐμᾶς τό γεγονός ὅτι ἡ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ζωή μᾶς ἀξιώνει ὄχι ἀπλά νά εἴμαστε θεατές τοῦ ἀκτίστου φωτός τοῦ Δημιουργοῦ μας ἀλλά ἐνδεδυμένοι κι ἐμεῖς μέ αὐτό τό ἐκτυφλωτικό καί ἄκτιστο φῶς νά ἀπολαμβάνουμε τήν κοινωνία ζωῆς κοντά στόν Τριαδικό Θεό.

     Ἐπίσης ἡ παραγματικότητα τῆς Μεταμορφώσεως ὑπενθυμίζει στόν ἄνθρωπο καί τόν δυναμισμό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Κάπου ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει “οὐχ ὁ Θεός ἐστίν ὁ ἐχθραίνων ἀλλ’ ἡμεῖς”. Ἀπέναντι στή δική μας ἀδιαφορία, ἀπιστία καί ἀχαριστία ὁ Θεός ἀπαντᾶ μέ τήν ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ. Διά τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας Του εὑρίσκεται πάντοτε κοντά μας. Αὐτή ἡ συνεχής παρουσία Του δέν ἐπιτρέπει νά ὀλιγοπιστοῦμε μπροστά στά πικρά ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς, γιατί αὐτός δέν παύει νά ἀγρυπνεῖ συνεχῶς κοντά μας κι ἡ ἀγάπη Του πάντοτε νά μακροθυμεῖ καί νά εἶναι ἕτοιμη νά κάνει τά πάντα γιά μᾶς.

     Δεύτερη αἰτία καί ἀφορμή τῆς σημερινῆς πανηγύρεως ἀποτελεῖ ἡ ἐπέτειος τῆς διασώσεως τῆς νήσου ἀπό τήν τουρκική ἀπειλή. Ἡ σύντομη περιγραφή τῶν γεγονότων θά μᾶς πείσει ὅτι μεταξύ τῶν δύο σημερινῶν ἑορτῶν δέν ὑπάρχει μόνον ἐξωτερική σχέσις ἀλλά καί ἐσωτερική.

     Ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1824 ἔγινε ὁρατή γιά τά νησιά τοῦ Αἰγαίου ἡ ἀπειλή τοῦ Τουρκικοῦ καί Αἰγυπτιακοῦ Στόλου. Κι ἡ ἀπειλή αὐτή δέν ἄργησε νά γίνει φρικτή πραγματικότητα. Στίς 7 Ἰουνίου θά καταστραφεῖ ἡ Κάσος καί στίς 21 τό νησί τῶν Ψαρῶν. Οἱ δύο αὐτές καταστροφές συγκλόνισαν τό Αἰγαῖο κάι πολλά νησιά ἔστειλαν στήν Ὑψηλή Πύλη γράμματα ὑποταγῆς. Ἀντιπρόσωπος τῆς Βεζυρείας-σημειῶστε παρακαλῶ ὅτι ὁ ἀντιπρόσωπος ἦταν ἄγγλος πλοίαρχος-μέ γράμματα τοῦ Χοσρέφ πρός τόν Λυκοῦργο Λογοθέτη ἔφθασε καί στή Σάμο ζητώντας τήν ὑποταγή τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Λυκούργου ὑπῆρξε ἀντάξια ἑνός Ἕλληνα ἡγέτη: “Ἕν ἄρα ὑπολείπεται ἡμῖν, μένοντες ἐν τῆ πατρίδι νά πολεμήσωμεν. Ὁ δέ Θεός ὁ σώσας ἡμᾶς ἐν ἔτει 1821 αὐτός καί πάλιν ἔστι σωτήρ ἡμῶν”. Ἤδη ὅμως ὁ προνοητικός Λυκοῦργος εἶχε ἀρχίσει νά ὀχυρώνει τά μᾶλλον εὐεπίβατα μέρη τῆς νήσου. Τόν Ἰούνιο καί Ἰούλιο τοῦ ἰδίου ἔτους οἱ προετοιμασίες ἐντείνονται. Ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐργαζόμενοι ἀδιάκοπα σκάβουν τάφρους, πασσαλώνουν τή θάλασσα, ὅπου ὑπάρχει πιθανό σημεῖο ἀποβάσεως, ὁλοκληρώνουν τό φρούριο, ἀγοράζουν πυροβόλα, πυρίτιδα, σφαῖρες, τοποθετοῦν παντοῦ φρουρούς καί σαμιακά πλοῖα περιπολοῦν γιά νά πληροφορήσουν ἐγκαίρως γιά τυχόν ἐμφάνιση τοῦ ἐχθροῦ. Πρός τά τέλη Ἰουλίου μία ἀνώνυμη ἐπιστολή πρός τόν Λυκοῦργο Λογοθέτη σημαίνει πολεμικό συναγερμό. Καί πραγματικά ὁ τουρκικός καί Αἰγυπτιακός στόλος συνεπικουρούμενοι ἀπό 26 ἀγγλικά, 36 αὐστριακά, 17 ἱσπανικά, 4 ρωσικά, 1 Σαρδηνίας, 1 Τοσκάνης καί 1 ἀμερικανικό πλοῖο, στίς 30 Ἰουλίου ἀρχίζουν τίς πρῶτες προσπάθειες γιά ἀπόβαση στό νησί. Ὁ ἐχθρικός στόλος ἀποτελούμενος ἀπό 300 πλοῖα θά ἐξαπλωθεῖ ἀπό τῆς Χίου καί διά τῆς δυτικῆς ἀκτῆς τῆς Σάμου καί τῆς νοτίας θά φθάσει μέχρι τῆς ἀνατολικῆς. Σαράντα ἐχθρικά ἀποβατικά σκάφη προσπαθοῦν νά ἀποβιβάσουν στρατό στίς περιοχές τοῦ Καρλοβασίου καί τοῦ Κότσικα ἐνῶ ὁ κύριος ὄγκος τῶν ἐχθρικῶν πλοίων ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ κάστρου τοῦ Λυκούργου. Οἱ μάχες οἱ ὁποίες διεξάγονται εἶναι σφοδρές ἀλλά ἡ εὐψυχία, ἡ τόλμη καί τό ἀπαράμιλλο σθένος τῶν σαμίων ἀγωνιστῶν μέ ἀρχηγούς τόν Λυκοῦργο Λογοθέτη, τόν Καπετάν Λαχανά, τόν Καπετάν Σταμάτη, τόν Κωνσταντῖνο Κονταξῆ καί τόν Ἐμμανουἠλ Μελαχροινό, ἀποτρέπουν κάθε ἐχθρική ἐπιβουλή. Τήν ἴδια ἡμέρα ἐφάνησαν καί τά ἑλληνικά πλοῖα μέ ὑπεύθυνο τόν ἀντιναύαρχο Γεώργιο Σαχτούρη. Ὁ Σαχτούρης στό ἡμερολόγιο τῆς ναυαρχίδας περιγράφει μέ κάθε λεπτομέρεια τά ὅσα συνέβησαν τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἀπό τῆς πρώτης συμπλοκῆς τῆς 30ης Ἰουλίου, καθώς οἱ Σάμιοι ἀπέκρουαν τίς προσπάθειες τοῦ ἐχθροῦ ν’ ἀποβιβάσει στρατεύματα, καί τῶν ἑπομένων ἡμερῶν. Λιτά ἀλλά ζωηρά περιγράφεται ἡ τρίτη ναυμαχία τῆς 4ης Αὐγούστου καί ἐξαίρεται ἡ συμπεριφορά καί ἡ γενναιότητα τοῦ Κανάρη πού “ἔτρεχεν ὄπισθεν τῶν μεγαλυτέρων ἐχθρικῶν καί δέν ὀρτζάριζε, παρά ἀφοῦ ἱκανῶς τά ἔτρεπεν εἰς φυγήν”. Ἐξαιρετικά λεπτομερής εἶναι ἡ περιγραφή τῆς τελευταίας ναυμαχίας τῆς 5ης Αὐγούστου. Ἡ σύγκρουση τῶν δύο στόλων ἐξιστορεῖται μέ κάθε προσοχή, ἐξαίρονται τά κατορθώματα τοῦ Κανάρη, τοῦ Βατικιώτη καί τοῦ Ραφαλιᾶ πού ἀνετίναξαν ἐχθρικά σκάφη καί ἐδημιούργησαν πανικό καί ἀναγράφεται ἡ ἀπέλπιδα προσπάθεια τῶν Τούρκων νά ἐκδιώξουν τούς Ἕλληνες ἀπό τόν πορθμό καθώς καί ἡ εὐψυχία τῶν ἀγωνιστῶν πού ἀντιμετώπισαν νικηφόρα ὑπέρτερες δυνάμεις. Τό ἡμερολόγιο καταλήγει: “Ἐν τοσούτω τά ἐχθρικά στρατεύματα τά ὁποῖα κατεκάλυπτον τούς ἄντικρυ λόφους τῆς Ἀσίας, ἄρχισαν ν’ ἀναχωροῦν ὁ καθείς εἰς τάς οἰκίας των. Ταῦτα ὅλα ἐστέκετο βλέποντας μακρόθεν ὁ καπετάν Πασᾶς, χωρίς νά ἠμπορῆ νά δώση καμμίαν βοήθειαν εἰς τούς δικούς του. Ἀλλοίμονον εἰς αὐτόν ἄν εὑρίσκοντο εἰς τόν στόλον καί ἄλλα πυρπολικά, ὡσάν ὁποῦ ὅλα τά πλοῖα τοῦ ἐχθροῦ εὑρίσκονται εἰς καραντί. Οὔσης δέ μιᾶς ὥρας τῆς νυκτός, ὁ μέν ἐχθρός ἐτράπη εἰς φυγήν κατά τό Ἀγαθονήσι τά δέ ἑλληνικά πλοῖα μετά χαρᾶς νικηταί καί τροπαιοῦχοι ἐπέστρεψαν εἰς τά ἴδια…”.

     Ἡ περιφανής αὐτή νίκη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων ἀπό ὅλους τούς ἀγωνιστές ἀποδόθηκε στόν Παντοκράτορα Θεό. Γιά τόν Λυκοῦργο Λογοθέτη ἡ νίκη ἦταν ἡ ἀπάντηση στίς προσευχές τῶν ἀγωνιστῶν. Σέ δαταγή του τῆς 16ης Μαρτίου τοῦ 1824 εἶχε τονίσει: “Νά ἀφιερώσωμεν τάς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας μας εἰς τόν Θεόν καί εἰς τήν ἀήττητον δύναμιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί εἰς τήν Κυρίαν Θεοτόκον τήν μόνην ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν”.

    Καί μάλιστα τήν εὐψυχία καί τό ἀγωνιστικό φρόνημα τό ἑδράζει στήν πίστη καί στήν ἀγάπη πρός τό Θεό. Αὐτήν τήν θεϊκή ἀγάπη ἐπικαλεῖται καί ὡς συνεκτικό δεσμό ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν, ὥστε νά ἐκριζωθοῦν τά πάθη καί νά ἀμβλυνθοῦν τά μίση καί οἱ διχόνοιες. Ἡ πίστη αὐτή πρός τόν Θεό δέν ἀποτελοῦσε γιά τούς ἀγωνιστές κάποιο εἶδος δεισιδαιμονίας ἤ ἔκφραση ἑνός λαϊκοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος εὐσέβειας. Ἦταν ποτισμένοι μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή, γι’αὐτό καί μέσα στήν καρδιά τους γνώριζαν πώς ὅπως κάθε τι τό ἀγαθό ἔτσι καί ἡ ἐλευθερία εἶναι κατάκτηση. Εἶναι ἀπόκτημα θυσιῶν καί δύσκολων ἀγώνων. Γι’ αὐτό δέν εἶναι λόγος χωρίς περιεχόμενο, ἄν θά ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται ἐλεύθερος, γίνεται καί γίνεται ὅσο τοῦ ἀξίζει νά εἶναι. Ἡ ποσότητα καί ἡ ποιότητα τῆς ἐλευθερίας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποσότητα καί τήν ποιότητα τοῦ ἠθικοῦ ἐξοπλισμοῦ. Οἰ πατέρες μας παρά τά ἀνθρώπινα πάθη τους εἶχαν ἐγκολπωθεῖ τόν εὐαγγελικό τρόπο ζωῆς κι ὁ πνευματικός τους ἀγώνας γιά ἀρετή ἀποτελοῦσε καί τό ἐφαλτήριο καί τῆς εὐψυχίας τους ἀλλά καί τοῦ ἐλεύθερου φρονήματός τους. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ποτέ τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἠθικό μέγεθος καί τά ἠθικά μεγέθη καθορίζονται ἀπό τή δύναμη τῆς ψυχῆς. Αὐτό τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς διέθεταν οἱ Σάμιοι ἀγωνιστές καί τό ἀποδεικνύουν μέ τήν ἐπιγραφή πού χάραξε ὁ Λυκούργος Λογοθέτης σ’ αὐτόν τόν πανίερο ἱερό Ναό, ἀφιέρωμα εὐγνωμοσύνης γιά τήν μεγάλη νίκη πρός τόν Θεό: “Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί Προσφέρομεν ἡ Σάμος καί ὁ ἐν αὐτή λαός σου, τήν ἀνέγερσιν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Θείας Σου Μεταμορφώσεως εἰς αἰώνιαν δόξαν καί ἀνάμνησιν τῶν εἰς ἡμᾶς ἐξέχεας ὑπερφυῶν θαυμασίων Σου Χριστέ, Βασιλεῦ τοῦ Παντός, Σωτήρ καί Λυτρωτά ἡμῶν, πρόσδεξαι εὐμενῶς τήν ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας ἡμῶν προσφοράν ταύτην καί μηδέποτε ἐγκαταλείπης τήν νῆσον Σου ταύτην καί τόν ἐν αὐτῆ Λαόν Σου, τούς διά παντός ἐλπίζοντας εἰς Σέ”.

     Σεβασμιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,

     ἀξιότιμοι ἄρχοντες τῆς νήσου,

     πιστέ κι ἐκλεκτέ λαέ τοῦ Θεοῦ,

     Θεωροῦμε σημαντικό τό γεγονός ὅτι οἱ πρόγονοί μας δέν ἔστησαν κάποιο μνημεῖο γιά νά καταδείξουν εἰς τούς αἰῶνες τά τρόπαια καί τίς δαφνοστεφεῖς νίκες τους ἄλλα ἔκτισαν μιά ἐκκλησιά. Μ’ αὐτό τόν τρόπο μᾶς διδάσκουν δύο πράγματα. Τό πρῶτο, ὅτι ὁ ἕλληνας μεγαλουργεῖ πνευματικά καί ἐθνικά ὅταν ζυμώνει, ἀνακαινίζει καί μεταμορφώνει τήν ὕπαρξή του μέ τά ζείδωρα νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό δεύτερο ὅτι ἡ δόξα εἶναι ἀμετάδοτο ἀγαθό. Ἡ δόξα εἶναι ἀπότοκος τῶν δικῶν μας ἐνεργειῶν. Ἄς μή νομισθεῖ ὅτι ἐπειδή γεννηθήκαμε σέ τόπους θυσίας καί μαρτυρίου, θά ἔχουμε κι ἐμεῖς τή φλόγα τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς εὐψυχίας. Ὁ Κανάρης ἔχοντας μέσα του τή φλόγα τῆς θυσίας καί τῆς ἰσχυρῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό μποροῦσε ἀγέρωχα νά μεγαλουργεῖ καί νά λέει: “Τό γένος μου ἀρχίζει ἀπό μένα”. Αὐτή εἶναι ἡ βαρειά κληρονομιά μας. Μήν ἐπαναπαυόμαστε στίς δάφνες τοῦ παρελθόντος. Σήμερα περισσότερο ἀπό ποτέ χρειάζεται ἀγώνας γιά νά διατηρήσουμε τήν ἰδιοτυπία τοῦ πολιτιστικῆς μας ταυτότητας ὄχι βέβαια μέ μία ξηρή ἐμμονή στό παρελθόν ἀλλά πατώντας γερά στή παράδοσή μας νά ὁραματιζόμαστε καί νά πραγματώνουμε μία ζωή μέ ἰδανικά καί ἀξίες, μέ αὐθεντικό ἦθος καί ἀδιάκοπα προφητική καί κριτική στά διάφορα φαινόμενα πού θέλουν νά ἐκμαυλίσουν καί νά ὑποβαθμίσουν τό πνεῦμα καί τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.

     Δέν κρύβουμε ὅτι σήμερα ἡ καρδιά μας θά ἦταν πραγματικά χαρούμενη ἄν βλέπαμε τά παιδιά καί τούς νέους μας νά καταθέτουν ἕνα ἄνθος εὐγνωμοσύνης καί εὐχαριστίας στούς ἀνδριάντες τῶν ἡρώων καί ἀγωνιστῶν τῆς νήσου μας. Ἡ καρδιά μας ὅμως θά σκιρτοῦσε ἀπό ἀγγαλλίαση ἄν ἔβλεπε τούς σημερινούς ἀπογόνους τῶν ἡρώων ἐκείνων, νά ἐγκολπώνονται τό ἦθος, τό ὕφος καί τήν ποιότητα ζωῆς τῶν πατέρων μας, πού γνώριζαν ὅταν τό καλοῦσε ἡ ἀνάγκη νά θυσιάζουν ἀληθινά τήν πρόσκαιρη εὐμάρεια καί χαρά τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καί νά ἀφήνουν νά εὐωδιάζει ἡ ἀνόθευτη ἀνθοφορία τῆς προσωπικότητάς τους καί ὁ γνήσιος καρπός τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τους πρός τόν Θεό καί τήν πατρίδα.

     Ἐπισφραγίζουμε τόν λόγο μας μ’ ἕνα σκανδαλῶδες γιά τήν πολυπολιτισμική καί παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας κείμενο τοῦ Παπαδιαμάντη: “Τό ἐπ’ ἐμοί, ἐν ὅσω ζῶ καί ἀναπνέω καί σωφρονῶ, δέν θά παύσω, ἰδίως κατά τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νά ὑμνῶ μετά λατρείας τόν Χριστόν μου, νά περιγράφω μετ’ ἔρωτος τήν φύσιν καί νά ζωγραφῶ μετά στοργῆς τά γνήσια Ἑλληνικά ἔθη. “Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῶ λάρυγγί μου, ἐάν οὐ μή σοῦ μνησθῶ”. Ἀμήν.

Ἀρχιμανδρίτης Νεκτάριος Τσίλης

6η Αυγούστου